Ο Θάσιος οίνος ήταν εκ των πλέον γνωστών ονοματισμένων οίνων της αρχαιότητας. Άλλωστε, η παλαιότερη επιγραφή που καταγράφει εμπόριο κρασιού έχει βρεθεί στη Θάσο. Την περίοδο της τουρκοκρατίας, η παραγωγή της Θάσου ήταν τόσο μεγάλη, που ο φόρος προς το σουλτάνο πληρωνόταν με κρασί και όχι με χρήματα.
Ο αρχαιότερος νόμος (του 480-470 π.χ.) που ρυθμίζει το εμπόριο και την ποιότητα του κρασιού, εκτίθεται χαραγμένος σε επιγραφή του αρχαιολογικού μουσείου του νησιού, καταδεικνύοντας την υψηλού επιπέδου οργάνωση της «πόλης κράτους».
Μέλας (μαύρος-κόκκινος) χαρακτηρίζεται συχνά ο Θάσος οίνος στους αρχαίους συγγραφείς. Έχει το χρώμα του αίματος στη Λυσιστράτη. Το άρωμά του είναι εξαίσιο, τι εξαίρετη ανθοσμία ανακράζει η Λαμπιτώ στη Λυσιστράτη και ο ίδιος ο Διόνυσος δηλώνει στον Έρμιππο ότι έχει άρωμα μήλου θεωρώντας τον καλύτερο μετά το Χιώτικο. Το προτιμούν παλαιωμένο, τον φιλτράρουν πριν τον πιουν, συχνά τον αραιώνουν πριν τον σερβίρουν, τον ζεσταίνουν ή τον δροσίζουν με χιόνι. Η εκτίμηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων στρατιωτών του στον Θάσιο Οίνο, τον έκαναν γνωστό στα βάθη της Ανατολής.
Λέγεται πως ο Ρωμαίος στρατηγός Αντώνιος, μετά από οινοποσία Θασίου Οίνου ανακάλυψε τα «κάλλη» της βασίλισσας Κλεοπάτρας.